Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ τῶν Ἀρμενίων

См. также в других словарях:

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Θεωριανός Λυσίας — (12ος αι.). Φιλόσοφος. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143 80), ο Θ. ήταν επικεφαλής των Βυζαντινών που διαπραγματεύθηκαν στην Αρμενία την ένωση της Αρμενικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη διάρκειά τους, ο Θ. υποστήριξε με… …   Dictionary of Greek

  • Μεχιτάρ, Πέτρος — (Mechitar Petro, Σεβάστεια 1676 – 1746). Αρμένιος καθολικός λόγιος. Το 1700 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη αρμένικη σχολή, εκδιώχθηκε όμως από τον πατριάρχη των Αρμενίων Αβεδίκ, οπότε κατέφυγε στη Μεθώνη, όπου κυριαρχούσαν ακόμα οι Ενετοί. Εκεί,… …   Dictionary of Greek

  • Τιριδάτης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Τ. ο A’. Γιος του Βορόνου B’ και αδελφός του Βολόγασου A’ βασιλιά των Πάρθων (58 67 μ.Χ.). Με τη βοήθεια του αδελφού του, ο Τ. έγινε βασιλιάς της Αρμενίας αφού έδιωξε τον Ίβηρα Ραδάμιστο και κυρίευσε τις πόλεις… …   Dictionary of Greek

  • Αχαρονιάν, Αβέντις (Γκαρίμπ) — (1866 1948). Αρμένιος πολιτικός και λογοτέχνης. Υπήρξε πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης του ανεξάρτητου αρμενικού κράτους, που σχηματίστηκε μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόβσκ. Σύμφωνα με αυτή τη συνθήκη, η Αρμενία αποτελούσε,… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η …   Dictionary of Greek

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»